ἀνδροσύνη

ἀνδροσύνη
ἀνδροσύνη, ,
A = ἀνδρεία, Orac. ap. D.S.7.12.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀνδροσύνης — ἀνδροσύνη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανδροτής — ἀνδροτής, ῆτος, ἡ (Α) ανδρική ηλικία, ανδροσύνη, ανδρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός. Στον Όμηρο απαντά τ. αδροτήτα ο οποίος ή αποτελεί κεντρική παραλλαγή τού ανδροτήτα ή θα πρέπει να διορθωθεί σε δροτήτα] …   Dictionary of Greek

  • αντροσύνη — η (Μ ἀνδροσύνη) η ανδρεία, ο ανδρισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”